logotypo

Παθογνωστική Συμβουλευτική

Τι είναι παθογνωστική συμβουλευτική; (1)

Η πρακτική, ψυχοθεραπευτική τροπή της παθογνωστικής.

Η παθογνωστική θεραπεία –προπαντός από κλινικής άποψης– προσανατολίζεται  προς το σύμπτωμα. Εδράζεται στη γνώση ότι το σύμπτωμα του υποκειμένου αντιστοιχεί σε αντικειμενικές σχέσεις που επικρατούν στον εξωτερικό κόσμο. Το νοσούν υποκείμενο αναγκάζεται να σκηνοθετήσει και, μιμούμενο, να βιώσει ό,τι φαίνεται να συνιστά με αντικειμενικό τρόπο πράγματα, τεχνικές, θεσμούς και διαφυλάσσεται μέσα σε αυτά ως ασυνείδητο. Η θεραπεία στοχεύει στο να αποκτηθεί μέσω της συνδιαλλαγής η δυνατότητα μιας κριτικής εκ-νέου-εξωτερίκευσης τής τέτοιου είδους προβληματικής ενσωμάτωσης των επικρατούντων στον εξωτερικό κόσμο καταστάσεων, δηλαδή στην επανασύνδεση του ασυνειδήτου με την αντικειμενικότητα, από την οποία αυτό προέκυψε και συσσωματώθηκε από το υποκείμενο.

Η παθογνωστική εκλαμβάνει ως παραπλανητική την άποψη ότι οι αναφορές στον αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο σχετίζονται απλά και μόνο με προβεβλημένες προσθήκες υποκειμενικό-παθολογικών εσωτερικών καταστάσεων, με συμβολικές αντιλήψεις των ουδέτερων πραγμάτων, από τις οποίες θα πρέπει να απελευθερωθούν πλήρως τα εξωτερικά αντικείμενα. Επίσης παραπλανητική θεωρεί η παθογνωστική την τοποθέτηση ότι η ασθένεια και τα συμπτώματα δύναται να αναχθούν αιτιοκρατικά στην ψυχογένεση, στην αιτιολογία της ασθένειας με γνώμονα τη βιογραφία του ατόμου και ότι μπορούν να θεραπευτούν, να υποχωρήσουν κυρίως με βάση αυτή την προσέγγιση.

Η παθογνωστική επιζητά σε θεραπευτικό επίπεδο να επαναφέρει το σύμπτωμα εντός του εργασιακού πλαισίου, στο οποίο αντιστοιχεί, ούτως ώστε να μπορέσει να αποδοθεί στην αντικειμενικότητα ό,τι της  αποσπάσθηκε υποκειμενικά. Όμως μια τέτοια απόδοση αυτού του πράγματος, το οποίο το υποκείμενο προσπάθησε να υλοποιήσει αλαζονικά δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να προσβλέπει σε ένα ψευδολογικό εμπλουτισμό της αντικειμενικότητας, στην κατάργηση εκείνου που εντός της ασθένειας αναδύθηκε ως ευκαιρία γνώσης, αλλά θα πρέπει η απόδοση αυτή να διατηρήσει, πολλώ δε μάλλον, κριτική επιφυλακτικότητα.

Αναφορικά με όλα αυτά θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπ’ όψιν ότι το σύμπτωμα ήγειρε κριτική αντίρρηση κατά των συναφών με τη χρήση και το εργασιακό πλαίσιο πραγμάτων και προς τα οποία –χρήση και εργασιακό πλαίσιο– οφείλει το σύμπτωμα να οδηγηθεί ξανά. Αυτό σημαίνει για την παθογνωστική θεραπεία ενός υποκειμένου ότι αυτή δεν θα θεωρείται μόνον τότε λήξασα, όταν θα έχει βρεθεί ένας δρόμος, ο οποίος θα επαναλειτουργεί για το υποκείμενο τη χρήση και το εργασιακό πλαίσιο, αλλά και όταν θα δύναται η χρήση και το εργασιακό πλαίσιο να συνοδεύονται παραγωγικά από την κριτική αντίρρηση – και ίσως από την «τραβεστοποίηση της χρήσης». Εάν δεν διατηρηθεί η κριτική, τότε θα πρέπει να αναμένονται περαιτέρω διαμορφώσεις συμπτωμάτων.

Η παθογνωστική θεραπευτική μέθοδος έγκειται στην εργασία επί της γνώσης ότι σύμπτωμα και πραγμική αντικειμενικότητα είναι ομογενή. Τα πάντα προσβλέπουν στο ξεκλείδωμα του αντικειμενικά πραγμικού ασυνειδήτου, το οποίο ενέχεται στο σύμπτωμα, δηλαδή στο να ξεκλειδωθεί από κοινού με τον ασθενή το ασυνείδητο της αντίστοιχης πραγμικής αντικειμενικότητας. Στη διαδικασία αυτή οφείλει να γίνει κατανοητό ότι το ασυνείδητο δεν γίνεται να αποσυντεθεί, να ωθηθεί στον αφανισμό. Θεωρητικές και πρακτικές προσπάθειες που επιδιώκουν εν τούτοις κάτι τέτοιο –ουσιαστικά εξαπατώντας–, και δη ο κατηγορηματικός ισχυρισμός ότι το ασυνείδητο δύναται να αρθεί εξ ολοκλήρου στη συνείδηση, άγουν αναπόφευκτα σε περαιτέρω μετατοπισμένους σχηματισμούς συμπτωμάτων, και γι’ αυτό η παθογνωστική θα τους επαναφέρει, όσον αφορά στον συμπτωματικό τους χαρακτήρα, στο επίκεντρο του στοχασμού.  

Η παθογνωστική αγωγή είναι από κοινού γνώση, η οποία αφορμάται από το σύμπτωμα και τις αντιστοιχίσεις που ενέχει ως προς τις πραγμικές αντικειμενικότητες του εξωτερικού κόσμου. Το σύμπτωμα περιέχει εντός του ήδη αυτή τη γνώση. Μολαταύτα η ασθένεια δεν νοιάζεται για τη γνώση, άλλο τόσο δεν μεριμνά γι’ αυτήν το υποκείμενο που νοσεί και έχει διαμορφώσει συμπτώματα, και ούτε φυσικά είναι προσιτή η γνώση αυτή στον ασθενή, η οποία διαφυλάσσεται στο σύμπτωμα. Πολύ περισσότερο, το σύμπτωμα αποκτά οντότητα από την τάση να σφαλίσει τήν δυνάμει γνώση του ασυνειδήτου της αντικειμενικότητας, να καταστήσει ταμπού τη συνειδητή του δημοσιοποίηση και να τιμωρήσει με τις σχετικές διαμορφώσεις συμπτωμάτων.

Θεραπεύοντας παθογνωστικά, θα πρέπει κανείς να κατανοήσει και να συναισθανθεί τις αρνητικές συγκινήσεις –όπως θυμός, αηδία, φόβος, απελπισία, απόγνωση, ντροπή, οργή, φθόνος, ζήλεια και ούτω καθ’ εξής. Το αυτό ισχύει και για τις μορφές άμυνας που συνδέονται με αυτές. Απαιτείται λοιπόν να διατηρηθεί μια τέτοια ενσυναίσθηση κατά την αυτό-συμμετοχή, ώστε να κατανοεί κανείς και να συμπορεύεται με τον ασθενή, όπως επίσης και να διαφυλάσσει αυτήν την τέτοια επαφή ως σταθερή αντιμεταβίβαση. Μόνο σ’ αυτήν τη βάση της κατανόησης εκ του σύνεγγυς καθίσταται εφικτή η αποκάλυψη του ασυνειδήτου τού πληγέντος από το σύμπτωμα τμήματος της αντικειμενικότητας.   

 (1)  Τροποποιημένα αποσπάσματα από το: Zusatzausbildungen Pathognostik; Zusatzausbildungen Pathognostik für psychotherapeutische und Beratungs-Berufe, in: Philosophie und Psychoanalyse; Psychoanalyse und Philosophie, Jahrbuch 2021 (Επιμορφώσεις στην παθογνωστική· Επιμορφώσεις στην παθογνωστική για ψυχοθεραπευτικά και συμβουλευτικά επαγγέλματα, στο: Philosophie und Psychoanalyse; Psychoanalyse und Philosophie, ετήσιο βιβλίο  του ομώνυμου συλλόγου), εκδόσεις Peras Düsseldorf 2021, σελ. 416-418 κ.ε.