logotypo

Παθογνωστική

Παθογνωστική – μία φιλοσοφική διεύρυνση της ψυχανάλυσης (1)

Η Παθογνωστική είναι μια φιλοσοφική διεύρυνση της ψυχανάλυσης. Ξεκίνησε στο πλαίσιο ομαδικής εργασίας υπό την καθοδήγηση του καθηγητή πανεπιστημίου Rudolf Heinz με μια εμπνευσμένη από τη φροϋδική μεταψυχολογία εφαρμογή της ψυχανάλυσης επί των καλών τεχνών και των συγγενικών προς αυτές δεξιοτήτων, ιδιαιτέρως επί των μύθων και των παραμυθιών. Στο συγκείμενο αυτό επιχειρήθηκε όλο και περισσότερο, αρχικά σε πειραματική βάση, η διεύρυνση του ρεπερτορίου των αντικειμένων εφαρμογής. Έτσι εφαρμόστηκε η ψυχανάλυση εν τέλει και επί της τεχνικής. 

Στο πλαίσιο του εγχειρήματος της φιλοσοφικής διεύρυνσης της ψυχανάλυσης, το οποίο καταπιάνεται εντονότερα με την τεχνική, έγινε μετ’ ου πολύ φανερό ότι η μη-επικέντρωση της προσοχής στην πραγμική, τεχνική, θεσμική αντικειμενικότητα συνιστούσε το κεντρικό πρόβλημα της παραδοσιακής ψυχανάλυσης. Ως κέντρο βάρους της ομαδικής εργασίας για τη διευθέτηση του προβλήματος αυτού αναδείχθηκε η εργασία μίας –διά των πραγμάτων εξειδικευμένης– διαμεσολάβησης, ώστε να συσχετιστεί το ψυχικό με την κοινωνική αντικειμενικότητα. Μετά από λίγο ανακαλύφτηκαν, με αξιόπιστο τρόπο, εντός των αναλυόμενων αντικειμένων, και πολύ συγκεκριμένα εντός των όσων απαριθμούνται ως μη-σχετικά με τον χώρο των καλών τεχνών, οι ίδιες ασυνείδητες συγκυρίες όπως στον τομέα της ψυχοπαθολογίας. 

Όλο και πιο σαφέστερα αποκρυσταλλώθηκε η σκέψη ότι η φιλοσοφική διεύρυνση της ψυχανάλυσης οφείλει να συντελεστεί προς την κατεύθυνση της αντικειμενικότητας, η οποία (διεύρυνση) θα επικρίνει κατά προτεραιότητα την περιστολή της παραδοσιακής ψυχανάλυσης σε μια παρατήρηση, η οποία είναι μόνο υποκειμενική ή/και διϋποκειμενική, αφού εντοπίζονται στην αντικειμενικότητα, στα πράγματα και στις τεχνικές οι ίδιες ασυνείδητες συγκυρίες όπως στον τομέα της ψυχοπαθολογίας – μόνο φυσικά σε αντικειμενική μορφή· σαν να είναι αυτή η μορφή αποχωρισμένη, αυτο-ακρωτηριασμένη, αυτονομημένη από τα υποκείμενα. 

Η παραδοσιακή ψυχανάλυση γνωρίζει ωστόσο ευθύς εξ αρχής τα (σεξουαλικά) σύμβολα. Εννοεί όμως με συνέπεια αυτόν τον συμβολισμό ως ένα συστατικό αποσπάσιμο από τα πράγματα ή τα λοιπά αντικείμενα, εκλαμβάνει υποκείμενο και αντικείμενο ως ξεχωριστές οντότητες, και τη θεραπεία πολλάκις ως μια εργασία εκ νέου αποκάθαρσης των πραγμάτων από τα υποτίθεται υποκειμενικά συστατικά. Στο πλαίσιο της ομαδικής εργασίας κατέστη αντιθέτως δυνατόν να συγκροτηθεί η εικόνα ότι μια γενεαλογία της αντικειμενικότητας θα ήταν η αρμόζουσα θεραπεία για ασθενείς και συμπτώματα, και μάλιστα για τον ιδιαίτερο λόγο ότι τα συμπτώματα προκύπτουν ανεξαιρέτως από το γεγονός ότι ενσωματώνουν τη γενεαλογία της αντικειμενικότητας, την ενσαρκώνουν, είναι σαν να τις ξαναδίνουν ένα σώμα.

Υπό την έννοια μιας τέτοιας διευρυμένης κατανόησης της ασθένειας, ιδιαίτερα όσον αφορά στην ψυχοπαθολογία, η κριτική δεν μπορεί να περιοριστεί, ασφαλώς, μόνο στην εμμονή της ψυχανάλυσης σε μια περισταλμένη οπτική γωνία των υποκειμενικών και διϋποκειμενικών σχέσεων, μόνο στην κριτική κατά του υποκειμενισμού. Πολύ περισσότερο δε προώθησε η νέα κατανόηση της ασθένειας την αντίληψη να διευρυνθεί επειγόντως και κατ’ ανάγκην η κριτική της ψυχαναλυτικής έννοιας του συμβόλου, καθώς επίσης της σχάσης υποκειμένου αντικειμένου. 

Ως συνέπεια αυτών των ανακαλύψεων και γνώσεων κατέστη σαφές ότι η ατραπός για τη θεραπεία ψυχοπαθολογικών περιστατικών οφείλει να συνίσταται στη διϋποκειμενική αποκάλυψη του μυστικού της παραγωγής τών διά των ανθρώπων δημιουργηθέντων πραγμάτων. Μια τέτοια μέθοδος σημαίνει την εν μέρει συμπόρευση με την ασθένεια και τα μορφώματα συμπτωμάτων, και τούτο: κατά της φυσιολογικής κατανόησης της ασθένειας, η οποία (κατανόηση) άγει στο ταυτολογικό κλείδωμα, στην ταυτολογική ασυνειδητοποίηση και απολυτοποίηση.

Τα πράγματα οδηγήθηκαν λοιπόν σε μια γενεαλογική τροπή, η οποία λαμβάνει καίρια υπ’ όψιν της τήν προς τα έξω μετατόπιση ανθρώπινων συμφορών με τη μορφή πραγμικής και τεχνικής αντικειμενικότητας (εκστατική της αντικειμενικότητας), και στην εξαγγελία ενός κεντρικού βάρους που υπερακοντίζει την ψυχαναλυτική ερμηνευτική περιεχομένων, και εστιάζει στην πρόσκτηση μιας κατανόησης αναφορικά με τη λειτουργία της προ-ηγηθείσας αντικειμενικοποίησης. Ως μια τέτοια λειτουργία κατέστη δυνατόν να αρθεί στο επίπεδο της γνώσης: η λειτουργία της αποενοχοποίησης. Έτσι συγκροτήθηκε η, επικριτική στον υποκειμενισμό, μετάβαση της ψυχανάλυσης προς τη φιλοσοφία υπό την έννοια της σύστασης μιας γενεαλογίας του ορθολογισμού. Από άποψη θεωρίας ισχύει περαιτέρω η συνέχιση της επεξεργασίας των συνεπαγόμενων προϋποθέσεων, η επακριβής οριοθέτηση και η αιτιολόγησή τους.

Ως γενικός κανόνας της Παθογνωστικής δύναται να διατυπωθεί το εξής:

  • Η παθολογία του πολιτισμού είναι προγενέστερη της ατομικής παθολογίας και
  • Εξ αιτίας αυτού θα τοποθετηθεί το κεντρικό βάρος για τη θεραπεία στην πρώτη,
  • Ωστόσο όπως αυτή γίνεται εμφανής μέσω της δεύτερης.


Έτσι, η παθογνωστική πρέπει να εννοείται ως ‘φιλοσοφική γνώση διά της ασθένειας’ (DUDEN [Λεξικό της γερμανικής γλώσσας, Δ.Β.]). Ενώ η παραδοσιακή ψυχανάλυση δεν προβαίνει στη θεραπευτική αγωγή της παθολογίας του πολιτισμού, τα πολιτισμικά φαινόμενα –θετικές επιστήμες, τεχνική, οικονομία– τίθενται στο επίκεντρο του παθογνωστικού στοχασμού και της θεραπευτικής αγωγής, ιδιαίτερα μαζί με τα νοσούντα υποκείμενα. Με τον τρόπο αυτόν, η παθογνωστική αναδεικνύεται και ως μορφή πολιτικής παρέμβασης. 

 (1) Τροποποιημένα αποσπάσματα από: Zusatzausbildungen Pathognostik; Pathognostik – eine philosophische Erweiterung von Psychoanalyse (Επιμορφώσεις στην παθογνωστική·  Παθογνωστική – μία φιλοσοφική διεύρυνση της ψυχανάλυσης) στο: Psychoanalyse und Philosophie, Jahrbuch 2021, εκδόσεις Peras, Düsseldorf 2021, σελ. 410 κ.ε.